-
1 ὑπο-πίμπλημι
ὑπο-πίμπλημι (s. πίμπλημι), ein wenig füllen, nach u. nach füllen; πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος Plat. Prot. i. A.; ὅταν γαργαλισμοῦ ὑποπλησϑῇ Phaedr. 253 e; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφϑαλμοὺς δακρύων Luc. D. Mar. 12, 2; – schwängern, und pass. schwanger werden, ὑποπλησϑεῖσα Ael. H. A. 12, 21. – Aber τέκνων ὑποπλησϑῆναι ist = Ueberfluß an Kindern bekommen, Her. 6, 138.
См. также в других словарях:
πόθος — I Προσωποποίηση του πόθου στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Ήταν γιος του Ζέφυρου και της Ίριδας ή του Έρωτα και της Αφροδίτης. Εικονιζόταν με τη μορφή αμούστακου νέου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου υπάρχει υδρία που βρέθηκε στο … Dictionary of Greek